disparaging$22029$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

disparaging$22029$ - translation to ελληνικό

ACT OF DEVALUATING ONE'S SELF-WORTH
Self-depreciation; Self-deprecating; Self deprecation; Self-deprecating joke; Self-deprecating humor; Self deprecating humor; Self-disparaging humor; Self-derision; Self-mockery; Self-mocking; Self-deprecating humour

disparaging      
adj. δυσφημιστικός

Ορισμός

self-deprecating
If you describe someone's behaviour as self-deprecating, you mean that they criticize themselves or represent themselves as foolish in a light-hearted way.
Sharon tells the story of that night with self-deprecating humour.
ADJ: usu ADJ n

Βικιπαίδεια

Self-deprecation

Self-deprecation, or self-depreciation, is the act of reprimanding oneself by belittling, undervaluing, disparaging oneself, or being excessively modest. It can be used as a way to make complaints, express modesty, invoke optimal reactions or add humour. It may also be used as a way for individuals to appear more likable and agreeable. Self-deprecation often reflects low self-esteem and is associated with depression and anxiety and has become increasingly popular on social media, especially among Gen Z.

’Self-deprecation’ is more properly ‘self-depreciation’, since the former (from Latin precari prayer) means ‘to pray against oneself’ and the latter (from Latin precium value) means to devalue oneself.